- ξέβγα
- τοέξοδος («στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα του πετρίτης»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής προστ. τού ξεβγαίνω, κατά τα έβγα, έμπα (πρβλ. ξέβαν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεβγατίζω — οδηγώ κάποιον που φεύγει ώς την πόρτα για να τόν αποχαιρετήσω ή ώς το μεταφορικό μέσο με το οποίο θα φύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέβγα + κατάλ. (τ)ίζω, κατά το σχήμα φευγάτοι φευγατίζω και τα πολλά ρήματα σε τίζω] … Dictionary of Greek
πετρίτης — Άγονο νησί του Σαρωνικού, το νοτιοανατολικότερο των Διαπορίων. Λέγεται και Λιθού, παραφθορά της αρχαίας ονομασίας του (Λιθούσα). Με την ονομασία Π. αναφέρονται και τρία ακρωτήρια, ένα στη Σαλαμίνα, ένα στη Σύρο και ένα στη Γυάρο. * * * ο, ΝΜ 1.… … Dictionary of Greek
εναντιότητα — η 1. αντίθεση, διαφορά, ασυμφωνία. 2. δυσκολία, αντιξοότητα, αναποδιά: Νίκησε τις εναντιότητες της ζωής. 3. σχήμα λόγου («σχήμα εξ αντιθέτου»), όταν παρουσιάζεται διαφορά στη σημασία εννοιών: Στα έμπα μπήκες σαν αϊτός, στα ξέβγα σαν πετρίτης (δημ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)